- τράνζιτο
- το, Νάκλ.1. (οικον.) διαμετακόμιση εμπορευμάτων χωρίς την καταβολή δασμών2. (ως επίρρ.) διαμετακομιστικώς («περνώ [ή ταξιδεύω] τράνζιτο» — διέρχομαι διά μέσου μιας χώρας χωρίς να πληρώσω δασμούς για εμπορεύματα τα οποία αγόρασα ή έχω από τη χώρα αναχώρησης και προορίζονται για τρίτη χώρα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. transito < λατ. transitus «μετάβαση» < ρ. transeo «μεταβαίνω, διαβαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.